φυρᾶ

φυρᾶ
φῡ̱ρᾶ , φυράω
mixing
pres subj act 1st sg (doric aeolic)
φῡ̱ρᾶ , φυράω
mixing
pres ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φύρα — Bλ. λ. Θήρα. * * * η, Ν 1. (οικον.) η φυσική απομείωση τής ποσότητας κάθε υλικού, η οποία επέρχεται κατά τη μεταφορά ή την αποθήκευση του 2. μτφ. α) ελάττωση τής πνευματικής ικανότητας, άνοια («έχει φύρα το μυαλό του») β) (με περιλπτ. σημ.) όχλος …   Dictionary of Greek

  • φυρά — φυρός neut nom/voc/acc pl φυρά̱ , φυρός fem nom/voc/acc dual φυρά̱ , φυρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύρα — η 1. αυτόματη ελάττωση του όγκου ή του βάρους (ή και των δύο) ορισμένων προϊόντων με χυμό (καρπών, γαλακτερών, ζυμαρικών κ.ά.) εξαιτίας τριβής, εξάτμισης ή αποστράγγισης: Τα πετσιά όταν ξεραίνονται έχουν κάποια φύρα. 2. κάθε μείωση ποσότητας κάθε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυρᾷ — φῡ̱ρᾷ , φυράω mixing pres subj mp 2nd sg φῡ̱ρᾷ , φυράω mixing pres ind mp 2nd sg (epic) φῡ̱ρᾷ , φυράω mixing pres subj act 3rd sg φῡ̱ρᾷ , φυράω mixing pres ind act 3rd sg (epic) φυρός fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύρα — φύ̱ρᾱ , φυράω mixing pres imperat act 2nd sg φύ̱ρᾱ , φυράω mixing imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυραμάτων — φυρᾱμάτων , φύραμα that which is mixed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυράμασι — φυρά̱μασι , φύραμα that which is mixed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυράμασιν — φυρά̱μασιν , φύραμα that which is mixed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυράματα — φυρά̱ματα , φύραμα that which is mixed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυράματι — φυρά̱ματι , φύραμα that which is mixed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”